κατοίομαι

κατοίομαι
κατοίομαι (Α)
έχω οίηση, έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου («ὁ δὲ κατοιόμενος, καὶ καταφρονητής, ἀνήρ ἀλαζών», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + οἴομαι «νομίζω, έχω τη γνώμη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατοίησις — κατοίησις, ἡ (Α) [κατοίομαι] υπεροψία, έπαρση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”